- εὐροῶ
- εὐροέωflow wellpres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐροέωflow wellpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευροώ — εὐροῶ, έω (ΑΜ) [εύρους] μιλώ με επιτυχία, είμαι ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. ρέω καλά ή άφθονα 2. αποβαίνω καλά, είμαι ευνοϊκός («ὅταν δ ὁ δαίμων εὐροῇ» όταν η τύχη είναι ευνοϊκή, Αισχύλ.) 3. είμαι ευτυχής, ευημερώ … Dictionary of Greek